απομαυρίζω

απομαυρίζω
-ισα, -ισμένος, μαυρίζω εντελώς: Από τον ήλιο του καλοκαιριού και την αρμύρα της θάλασσας είχε απομαυρίσει. Ουσ. απομαύρισμα, το.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απομαυρίζω — 1. μαυρίζω κάτι εντελώς, το κάνω κατάμαυρο 2. συμπληρώνω το μαύρισμα που υπήρχε πριν 3. γίνομαι κατάμαυρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”